Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκατόνταρχος ο [ekatóndarxos] Ο20 : (στη ρωμαϊκή αρχαιότητα κυρίως, αλλά και σε άλλες εποχές) διοικητής στρατιωτικής εκατονταρχίας: Ρωμαίος ~.
[λόγ. < αρχ. ἑκατόνταρχος `διοικητής εκατό ανδρών΄ & σημδ. (ελνστ.) λατ. centurio]