Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατοστός
1 εγγραφή
εκατοστός -ή -ό [ekatostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εκατό: Στο περιθώριο της εκατοστής σελίδας του βιβλίου. H εκατοστή πρώτη μέρα. H εκατοστή επέτειος, εκατονταετηρίδα. (έκφρ.) για εκατοστή φορά, πάρα πολλές φορές: Θα το επαναλάβω και για εκατοστή και για χιλιοστή φορά, αν χρειαστεί. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ενενηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εκατοστή θέση. II. (ως ουσ.): Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η εκατοστή, η εκατοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθ μό στην εκατοστή. 2. το εκατοστό: α. το ένα από τα εκατό ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) εκατοστό του οικοπέδου. || γενικά, το ελαχιστότατο μέρος ενός όλου. β. εκατοστόμετρο, πόντος: Πέντε εκατοστά. Έχει μήκος εννέα εκατοστά.

[λόγ. < αρχ. ἑκατοστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες