Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκατέρωθεν
1 item total
εκατέρωθεν [ekatéroθen] επίρρ. : (λόγ.) και από τη μία και από την άλλη πλευρά: Εμφανίστηκε έχοντας εκατέρωθέν του δύο ένοπλους φρουρούς, αριστερά και δεξιά. || (ως επίθ.) που χαρακτηρίζει και τις δύο πλευρές: H ~ αδιαλλαξία.

[λόγ. < αρχ. ἑκατέρωθεν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go