Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισβολέας
1 εγγραφή
εισβολέας ο [izvoléas] Ο21 : αυτός που εισβάλλει ως εχθρός σε ξένη χώρα: Ο στρατός μας απέκρουσε τις επιθέσεις των εισβολέων. || (ως περιλ. ουσ.) για σύνολο εισβολέων: Aντιμετώπισαν με θάρρος τον εισβολέα.

[λόγ. εισβολ(ή) -εύς > -έας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες