Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισαγγελέας
1 εγγραφή
εισαγγελέας ο [isangeléas] Ο21 θηλ. εισαγγελέας [isangeléas] : 1. λειτουργός της δικαιοσύνης και της έννομης τάξης, αρμόδιος να ασκεί ποινική δίωξη για κάθε αξιόποινη πράξη και να εποπτεύει την τήρηση των νόμων από τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία· (πρβ. δημόσιος κατήγορος): ~ εφετών / πρωτοδικών. 2. (προφ.) για πρόσωπο που κατηγορεί άλλον με οξύτητα και αυστηρότητα: Mη μας κάνεις τον εισαγγελέα.

[λόγ. < ελνστ. εἰσαγγελεύς, αιτ. -έα, αρχ. σημ.: `αυτός που αναγγέλλει΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες