Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικοσάρικο
1 εγγραφή
εικοσάρικο το [ikosáriko] Ο41 : νόμισμα των είκοσι δραχμών· εικοσάδραχμο.

[είκοσ(ι) -άρικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες