Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ειδωλολατρία
1 item total
ειδωλολατρία η [iδololatría] Ο25 : η λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ομοιωμάτων θεότητας, ως φορέων του πνεύματός της και της δύναμής της, και κυρίως η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία: H ~, και μαζί της και ο αρχαίος κόσμος, γνώρισαν μια τελευταία αναλαμπή στα χρόνια του Iουλιανού του Παραβάτη. || (γενικότ.) η λατρεία φυσικών ή κατασκευασμένων αντικειμένων ως φορέων θεϊκής δύναμης· (πρβ. φετιχισμός).

[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολατρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go