Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνοπατερας
2 εγγραφές [1 - 2]
εθνοπατέρας ο [eθnopatéras] Ο2 : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου που παρουσιάζεται σαν προστάτης του έθνους του, των εθνικών συμφερόντων και ιδεωδών· (πρβ. εθνοσωτήρας): Δε θα μας σώσουν οι ποικιλώνυμοι εθνοπατέρες.

[λόγ. εθνο- + πατέρας]

εθνοσωτήρας ο [eθnosotíras] Ο2 : για πρόσωπο που σώζει το έθνος, ή συνηθέστατα ειρωνικά, που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του έθνους· (πρβ. εθνοπατέρας): Aυτοαποκαλούμενοι / αυτόκλητοι εθνοσωτήρες.

[λόγ. εθνο- + σωτήρ > σωτήρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες