Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνικότητα
1 εγγραφή
εθνικότητα η [eθnikótita] Ο28 : προέλευση από ορισμένο έθνος· η ιδιότητα κάποιου να ανήκει σε ορισμένο έθνος ή να κατάγεται από ορισμένο έθνος: Άτομο άγνωστης εθνικότητας· (πρβ. ιθαγένεια, υπηκοότητα).

[λόγ. εθνικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες