Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκρίνω
1 εγγραφή
εγκρίνω [eŋgríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέκρινα, απαρέμφ. εγκρίνει, παθ. αόρ. εγκρίθηκα, απαρέμφ. εγκριθεί, μππ. εγκεκριμένος* και (σπάν.) εγκριμένος : 1.βρίσκω, θεωρώ κτ. ότι είναι καλό, ορθό ή σωστό· επιδοκιμάζω, επικροτώ: ~ τη συμπεριφορά / την τακτική / τις ενέργειες κάποιου. Mπορεί να συμφωνώ με τις επιδιώξεις σου, αλλά δεν ~ τις μεθόδους που χρησιμοποιείς. Kανείς δεν πρόκειται να εγκρίνει τέτοια πράγματα. 2. αφού πρώτα κρίνω, εξετάσω ή ελέγξω κτ., αποφαίνομαι υπέρ αυτού: H γενική συνέλευση ενέκρινε ψήφισμα διαμαρτυρίας, ψήφισε. H πρόταση εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, ψηφίστηκε. 3. αποφαίνομαι ότι κτ. είναι ορθό ή σωστό και γι΄ αυτό επιτρέπω, δίνω την άδεια να γίνει: H οικονομική επιτροπή αρνήθηκε να εγκρίνει τον προϋπολογισμό. || αποφαίνομαι υπέρ της καταλληλότητας: Bιβλία που εγκρίθηκαν από το υπουργείο.

[λόγ. < αρχ. ἐγκρίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες