Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκιβωτισμός ο [engivotizmós] Ο17 : η ενέργεια του εγκιβωτίζω. α. (λόγ.) τοποθέτηση, συσκευασία πράγματος μέσα σε κιβώτιο· (πρβ. αμπαλάρισμα). β. (τεχν.) η απομόνωση τμήματος του πυθμένα (θάλασσας, λίμνης, ποταμού) από το νερό, με προσωρινό υδατοστεγές περίφραγμα για τη θεμελίωση μιας μόνιμης κατασκευής. γ. (φιλολ.) αφηγηματική τεχνική κατά την οποία μια σχετικά αυτοτελής και εκτεταμένη διήγηση περιέχεται μέσα σε άλλη: Tυπική δομή εγκιβωτισμού έχουν οι «Xίλιες και μία νύχτες».
[λόγ. εγκιβωτισ- (εγκιβωτίζω) -μός]