Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαθιδρύω
1 εγγραφή
εγκαθιδρύω [eŋgaθiδrío] -ομαι Ρ9 : θέτω σε ισχύ και λειτουργία, επιβάλλω (μόνιμα ή για μικρό χρονικό διάστημα) συγκεκριμένο καθεστώς, πολίτευμα, σύστημα διακυβέρνησης κτλ.: Επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς ανελεύθερο και τυραννικό.

[λόγ. < αρχ. ἐγκαθιδρύω `στή νω κτ. μέσα΄ σημδ. γαλλ. ériger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες