Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόλιχος
1 εγγραφή
δόλιχος ο [δólixos] Ο19 : (αθλ.) στην αρχαιότητα, δρόμος αντοχής.

[λόγ. < αρχ. δόλιχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες