Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσφορία η [δisforía] Ο25 : 1. αίσθημα εσωτερικής πίεσης και πνιγμού που οφείλεται σε οργανική ανωμαλία ή σε αποπνικτική ατμόσφαιρα: Tο υπερβολικό φαγητό / η μεγάλη ζέστη / η αποπνικτική ατμόσφαιρα προκαλεί ~. 2. δυσάρεστο συναίσθημα που μας προκαλεί μια κατάσταση ενοχλητική, κτ. που δεν το εγκρίνουμε ή που δεν το ανεχόμαστε: Οι πρωτοβουλίες του προκάλεσαν την έντονη ~ των προϊσταμένων του. Δεν μπόρεσε να κρύψει τη ~ του για την παρουσία αυτού του ανεπιθύμητου προσώπου.
[λόγ. < αρχ. δυσφορία]