Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσφήμ
4 εγγραφές [1 - 4]
δυσφήμηση η [δisfímisi] Ο33 : ισχυρισμός ή διάδοση στοιχείων που θίγουν την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου: Tον κατηγόρησε για ~ των προϊόντων της εταιρείας του. Άρθρο ξένης εφημερίδας που αποσκοπεί στη ~ του τουρισμού μας. || (νομ.) ποινικό αδίκημα που συνίσταται στον ισχυρισμό ή στη διάδοση γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη κάποιου: Aπλή ~. Συκοφαντική ~, όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει είναι αναληθές.

[λόγ. δυσφημη- (δυσφημώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. diffamation]

δυσφήμιση η [δisfímisi] Ο33 : δυσφήμηση.

[λόγ. δυσφημι- (δυσφημίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. diffamation]

δυσφημιστικός -ή -ό [δisfimistikós] Ε1 : που αποσκοπεί στη δυσφήμηση κάποιου προσώπου: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι έχουν αναλάβει δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του. Tο δημοσίευμα κρίθηκε ως δυσφημιστικό. δυσφημιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δυσφημισ- (δυσφημίζω) -τικός]

δυσφημώ [δisfimó] -ούμαι Ρ10.9 & δυσφημίζω [δisfimízo] -ομαι Ρ2.1 : ισχυρίζομαι ή διαδίδω κτ. που μπορεί να βλάψει την τιμή, την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου: H αποτυχία των μαθητών μας δυσφημεί το σχολείο μας. Γίνεται προσπάθεια να δυσφημιστεί η χώρα μας διεθνώς. Οι ανταγωνιστές του δυσφημούν τα προϊόντα της εταιρείας του.

[λόγ. < ελνστ. δυσφημῶ, αρχ. σημ.: `λέω κακοσήμαδα λόγια΄· λόγ. δυσφημ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. δυσφημησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες