Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσφήμηση η [δisfímisi] Ο33 : ισχυρισμός ή διάδοση στοιχείων που θίγουν την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου: Tον κατηγόρησε για ~ των προϊόντων της εταιρείας του. Άρθρο ξένης εφημερίδας που αποσκοπεί στη ~ του τουρισμού μας. || (νομ.) ποινικό αδίκημα που συνίσταται στον ισχυρισμό ή στη διάδοση γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη κάποιου: Aπλή ~. Συκοφαντική ~, όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει είναι αναληθές.
[λόγ. δυσφημη- (δυσφημώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. diffamation]