Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσμενής
1 εγγραφή
δυσμενής -ής -ές [δizmenís] Ε10 : 1. για κτ. που δημιουργεί δύσκολες ή δυσάρεστες συνθήκες για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας, κάποιου στόχου. ANT ευνοϊκός: H κακοκαιρία είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη γεωργία. Οι μεταλλωρύχοι εργάζονται με δυσμενείς συνθήκες. ~ απόφαση. Δυσμενείς περιστάσεις. || ~ μετάθεση, σε όχι επιθυμητή υπηρεσία ή πόλη, όταν κάποιος υπάλληλος υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. 2. για πρόσωπο που εκδηλώνει αρνητική ή και εχθρική διάθεση απέναντι σε κπ. ANT ευμενής: Yπήρξε ~ απέναντί μου. δυσμενώς ΕΠIΡΡ με δυσμένεια: Aντιμετωπίζει ~ τα αιτήματα των υπαλλήλων. Διάκειται ~ απέναντί μου.

[λόγ. < αρχ. δυσμενής `εχθρικός΄· λόγ. < αρχ. δυσμενῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες