Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυνάμει
2 εγγραφές [1 - 2]
δυνάμει [δinámi] επίρρ. : 1. (λόγ.) με βάση κτ., επί τη βάσει: Aπολύθηκε / συνελήφθη ~ του τάδε νόμου / ~ εντάλματος. 2. για να δηλωθεί η κατάσταση αυτού που τείνει να πραγματοποιηθεί, να λάβει μορφή, που υπάρχει μόνο δυνητικά: H τάση είναι ~ ενέργεια. Οι εργάτες είναι ~ οπαδοί ενός εργατικού κόμματος.

[λόγ. < αρχ. δυνάμει, δοτ. της λ. δύναμις]

Δυνάμεις οι [δinámis] Ο33 : (εκκλ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων.

[λόγ. < ελνστ. δυνάμεις (πρβ. δύναμηII2β)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες