Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- δρακόντειος 1 -α -ο [δrakóndios] Ε6 : που έχει σχέση με το δράκοντα ή που ταιριάζει σ΄ αυτόν: Δρακόντεια όψη. Δρακόντειο βλέμμα.
[λόγ. < αρχ. δρακόντειος]
- δρακόντειος 2 -α -ο : που είναι πάρα πολύ αυστηρός και σκληρός και κατά συνέπεια πολύ αποτελεσματικός, κυρίως στις εκφορές: Δρακόντειοι νόμοι. Δρακόντεια μέτρα.
[λόγ. < γαλλ. draconien < αρχ. ανθρωπων. Δράκων, αιτ. -οντα -ien = -ειος κατά το δρακόντειος 1]