Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοτός -ή -ό [δotós] Ε1 : (λόγ., νομ.) που τον έχουν δώσει, που τον έχουν προσφέρει σε κπ. ή που τον έχουν καθορίσει ή διορίσει. || (μειωτ.) που τον έχει επιβάλει κάποια ανώτερη αρχή, χωρίς να τηρηθούν οι δημοκρατικές διαδικασίες της εκλογής: Δοτή εξουσία. ~ πρωθυπουργός και ως ουσ. ο δοτός.
[λόγ. < ελνστ. δοτός `παραχωρημένος΄]