Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοξολογώ
1 εγγραφή
δοξολογώ [δoksoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : δοξάζω, ευχαριστώ κπ. με ύμνους, κυρίως το Θεό: Όλα τα πλάσματα δοξολογούν τον Πλάστη τους.

[ελνστ. δοξολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες