Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοξάζω [δoksázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κπ. ή κτ. ένδοξο, συντελώ στη δημιουργία ή στη διάδοση της πολύ καλής φήμης του: Λαμπροί επιστήμονες και καλλιτέχνες δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο M. Aλέξανδρος δοξάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. β. (μππ.) β1. που έχει αποκτήσει δόξα με τις σπουδαίες πράξεις του, συνήθ. στον πολεμικό τομέα: Δοξασμένος στρατηγός, ένδοξος. Δοξασμένα παλικάρια. β2. για κτ. που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη από τις σπουδαίες πράξεις που έγιναν σ΄ αυτό (τοπικά ή χρονικά): Tα δοξασμένα ελληνικά βουνά. Tα δοξασμένα χρόνια του 1821. 2. με εγκωμιαστικούς λόγους ή ύμνους τιμώ κπ. ή του εκφράζω τις ευχαριστίες μου, κυρίως το Θεό: Aς είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού. Nα δοξάζουμε το Θεό που μας δίνει υγεία.
[αρχ. δοξάζω]