Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δογματικός
1 εγγραφή
δογματικός -ή -ό [δoγmatikós] Ε1 : 1. (θεολ.) που αναφέρεται σε θρησκευτικά δόγματα: Δογματική πλάνη. Δογματικές έριδες. || (ως ουσ.) η δογματική, κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τα δόγματα της χριστιανικής πίστης. 2α. (φιλοσ.) που στηρίζεται στην αλήθεια του δόγματος και αρνείται κάθε έλεγχο που στηρίζεται στην εμπειρία ή στο πείραμα. ~ φιλόσοφος, οπαδός του δογματισμού. β. (μειωτ.) που υποστηρίζει με επιμονή μια άποψη χωρίς να στηρίζεται σε ακλόνητες αποδείξεις και παρά την ύπαρξη αντίθετων και πειστικότερων επιχειρημάτων: Είναι πολύ ~, και ως ουσ. ο δογματικός. || που χαρακτηρίζει ένα δογματικό άτομο: Δογματικές θέσεις / απόψεις. Στο συνέδριο καταδικάστηκαν οι δογματικές απόψεις της μειοψηφίας. δογματικά ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~, με δογματικό τρόπο.

[λόγ.: 1: ελνστ. δογματικός· 2: γαλλ. dogmatique (στη νεότ. σημ.) < υστλατ. dogmaticus < ελνστ. δογματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες