Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διωγμός ο [δioγmós] Ο17 : 1. ενέργειες, κυρίως κρατικών οργάνων, που αποβλέπουν στη φυσική ή ηθική εξόντωση κάποιου, συνήθ. ενός συνόλου: Οι διωγμοί των πρώτων χριστιανών. Οι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών από τους Tούρκους. Οι διωγμοί του Nέρωνα / του Διοκλητιανού, που έγιναν από το Nέρωνα / το Διοκλητιανό. 2. κακή ή άνιση μεταχείριση ενός ατόμου ή μιας ομάδας, με σκοπό να παραγκωνισθεί, να υποστεί ηθική ή υλική μείωση· διώξεις: Διωγμοί πολιτικών αντιπάλων με απολύσεις, μεταθέσεις κτλ. (έκφρ.) βρίσκομαι υπό διωγμό(ν) / κηρύσσω κπ. / κτ. σε διωγμό: Ο κλάδος των δημόσιων υπαλλήλων έχει κηρυχθεί σε διωγμό. Tα δάση μας κηρύχτηκαν σε διωγμό, για εγκληματική αδιαφορία.
[λόγ. < αρχ. διωγμός]