Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχόνοια
1 εγγραφή
διχόνοια η [δixónia] Ο27 : η εχθρότητα που δημιουργείται ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες, ως αποτέλεσμα διαφορετικών απόψεων ή σύγκρουσης συμφερόντων. ANT ομόνοια: Στη διάρκεια του αγώνα του ΄21 δεν έλειψαν οι διχόνοιες. ΠAΡ H ομόνοια* χτίζει σπίτια κι η ~ τα γκρεμίζει.

[λόγ. < αρχ. διχόνοια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες