Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διχάζω [δixázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (συνήθ. παθ.) για κτ. που χωρίζεται σε δύο σκέλη, τα οποία όσο εκτείνονται σε μήκος τόσο απομακρύνονται μεταξύ τους: Στο σημείο όπου διχάζεται ο ποταμός σχηματίζεται ένα δέλτα. Διχάζεται ο δρόμος. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ έντονες αντιθέσεις σε ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίες οδηγούν στη διάσπαση της ενότητάς του: H κυβέρνηση κατηγορείται ότι με τις ενέργειές της επιχειρεί να διχάσει το λαό. Λαός διχασμένος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα εθνικά του προβλήματα. Διχασμένη οικογένεια. || (παθ.) για άτομα που αντιπροσωπεύουν δύο αντίθετες τάσεις: Οι γνώμες των γιατρών συμφωνούν στη διάγνωση, διχάζονται όμως στο πρόβλημα της θεραπείας. H επιτροπή παρουσιάζεται διχασμένη ως προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. β. (ψυχιατρ.) διχασμένη προσωπικότητα, άτομο που παρουσιάζει διχασμό της προσωπικότητάς του.
[λόγ.: 1: αρχ. διχάζω· 2: ελνστ. σημ.]