Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισχίλιοι
1 εγγραφή
δισχίλιοι -ες -α [δisxílii] Ε6 : (λόγ.) δύο χιλιάδες.

[λόγ. < αρχ. δισχίλιοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες