Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δισάκι το [δisáki] Ο44 : δύο μεγάλες σακούλες από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα, ενωμένες στο επάνω μέρος με μια πλατιά λουρίδα, που τις κρεμούσαν, καθεμιά από διαφορετική πλευρά, στους ώμους ή στο σαμάρι του ζώου.
[μσν. δισάκκι(ν) < ελνστ. δισάκκιον (ορθογρ. απλοπ.)]