Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διπλασιάζω [δiplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. δύο φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, το κάνω διπλάσιο: Mε τους απελευθερωτικούς αγώνες η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της. Tα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων. Διπλασιάστηκε ο αριθμός των φοιτητών.
[λόγ. < αρχ. διπλασιάζω]