Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διοσημία η [δiosimía] Ο25 : μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν σημάδι σταλμένο από το Δία, για να προαναγγείλει τα μέλλοντα να συμβούν.
[λόγ. < αρχ. Διοσημία]