Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διορύσσω
1 εγγραφή
διορύσσω [δioríso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) ανοίγω τάφρο στην οποία και τα δύο άκρα να είναι ελεύθερα.

[λόγ. < αρχ. διορύσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες