Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διορατικός -ή -ό [δioratikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα, εκτιμώντας σωστά μια δεδομένη πραγματικότητα, να προβλέπει πιθανές μελλοντικές εξελίξεις: Ο καλός πολιτικός πρέπει να είναι ~. || Διορατικό πνεύμα / βλέμμα.
διορατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διορατικός]



