Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διμελής
1 εγγραφή
διμελής -ής -ές [δimelís] Ε10 : που αποτελείται από δύο μέλη: ~ αντιπροσωπεία.

[λόγ. δι- 1 + -μελής (πρβ. ελνστ. δίμελος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες