Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικολάβοσ
1 εγγραφή
δικολάβος ο [δikolávos] Ο18 : 1. πρακτικός δικηγόρος που ασκούσε το επάγγελμά του μόνο στα κατώτερα δικαστήρια. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός δικηγόρου που δεν έχει καλή επιστημονική κατάρτιση και που χρησιμοποιεί σοφιστικά επιχειρήματα, χωρίς επιστημονική βάση.

[λόγ. < μσν. δικολάβος `που αναλαμβάνει διεξαγωγή δίκης΄ < δίκ(η) -ο- + -λάβος (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) κατά το εργολάβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες