Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διευθετώ
1 εγγραφή
διευθετώ [δiefθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. ρυθμίζω κτ., δίνω οριστική λύση σε κτ. που παρουσίαζε δυσκολίες και περιπλοκές: Διευθετήθηκε το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τη μεταφορά των μαθητών στο σχολείο. Mε το διάλογο ελπίζουμε ότι θα διευθετηθούν οι διαφορές μας. 2. διαμορφώνω κτ. με τα κατάλληλα τεχνικά έργα: Θα διευθετηθεί η κοίτη του ποταμού.

[λόγ. < ελνστ. διευθετῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες