Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεκπεραίωση
1 εγγραφή
διεκπεραίωση η [δiekperéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διεκπεραιώνω. 1. ολοκλήρωση των διαδικασιών για την επίλυση ή ρύθμιση ενός ζητήματος. 2α. το έργο της ταξινόμησης, της καταχώρισης και της αποστολής αλληλογραφίας, εγγράφων κτλ. β. η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για το παραπάνω έργο και ο χώρος στον οποίο στεγάζεται: Γραφείο διεκπεραίωσης. Εργάζεται στη ~.

[λόγ. διεκπεραιω- (δες διεκπεραιώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες