Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διδακτικός -ή -ό [δiδaktikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με τη διδασκαλία ή που είναι κατάλληλος για διδασκαλία: Διδακτική πείρα / μέθοδος. Διδακτικές ώρες, κατά τις οποίες γίνεται διδασκαλία. Διδακτικά βιβλία, με τα οποία γίνεται η διδασκαλία στα σχολεία. Διδακτικό προσωπικό, οι δάσκαλοι ή οι καθηγητές. β. (ως ουσ.) η διδακτική, κλάδος της παιδαγωγικής που ασχολείται με τη μέθοδο διδασκαλίας. 2. για κτ. που περιέχει διδάγματα ή από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα: Bιβλίο με διδακτικές ιστορίες. Διδακτική ποίηση. Tα διδακτικά έπη του Hσιόδου. Πολιτικά γεγονότα πολύ διδακτικά και για τη χώρα μας.
διδακτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1α: ελνστ. διδακτικός `ικανός να διδάσκει΄ & σημδ. γαλλ. enseignant· 1β: σημδ. γερμ. Didaktik < ελνστ. διδακτικός· 2: σημδ. γαλλ. (poésie) didactique & γερμ. Lehrdichtung < ελνστ. διδακτικός]