Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διδάσκω
2 εγγραφές [1 - 2]
διδάσκω [δiδásko] -ομαι Ρ3 : 1. μεταδίδω γνώσεις σε κπ., κυρίως για δάσκαλο ή για καθηγητή που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις από έναν τομέα της επιστήμης ή της τέχνης: ~ ιστορία / φυσική στο γυμνάσιο / στην τρίτη τάξη του λυκείου. Δίδαξε τους μαθητές της πρώτης τάξης το μάθημα της ιστορίας / ιστορία. Tα λατινικά δε διδάσκονται στο γυμνάσιο. Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη. Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη. ANT αδίδακτη. || Δίδαξε πολλά χρόνια σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* αεί διδασκόμενος. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, για κπ. που ενώ υποδεικνύει στους άλλους τι πρέπει να κάνουν, ο ίδιος κάνει το εντελώς αντίθετο. || (μπε. ως ουσ.) οι διδασκόμενοι, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές. 2. δίνω ένα δίδαγμα. α. αναπτύσσω μια ηθική ή φιλοσοφική θεωρία ή κηρύσσω θρησκευτικές αρχές: Ο Xριστός δίδαξε την αγάπη. Ο Σωκράτης δίδαξε την αυτογνωσία. β. νουθετώ, δίνω σε κπ. συμβουλές που είναι καταστάλαγμα της πείρας μου: Οι γονείς μου μου δίδαξαν ότι πρέπει να αγωνίζομαι στη ζωή. || (με αφηρ. ουσ.) για κτ. από το οποίο μπορούμε να πάρουμε διδακτικά παραδείγματα ή εμπειρίες: H ιστορία μάς διδάσκει ότι χωρίς εθνική ενότητα δεν κερδίζουμε την ανεξαρτησία μας. Πολλά μου δίδαξε η ζωή. Δε διδάχτηκε από τα σφάλματά του. 3. προετοιμάζω και ανεβάζω στη σκηνή ένα θεατρικό έργο, κυρίως αρχαίο δράμα.

[λόγ. < αρχ. διδάσκω]

διδάσκων -ουσα -ον [δiδáskon] Ε12 : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) αυτός που διδάσκει, δάσκαλος ή καθηγητής: Διδάσκοντες και διδασκόμενοι συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία.

[λόγ. μεε. του ρ. διδάσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες