Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαφθείρω
1 item total
διαφθείρω [δiafθíro] -ομαι Ρ αόρ. διέφθειρα, απαρέμφ. διαφθείρει, παθ. αόρ. διαφθάρηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) διεφθάρη, διεφθάρησαν, απαρέμφ. διαφθαρεί, μππ. διεφθαρμένος* : 1. βλάπτω κπ. ηθικά, τον οδηγώ σε έναν ανήθικο τρόπο ζωής: Tο χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο / τις συνειδήσεις / τα ήθη. || (ειδικότ.) οδηγώ κπ. σε σεξουαλική ανηθικότητα: H ζωή στις μεγαλουπόλεις διαφθείρει τα αθώα κορίτσια. 2. αποπλανώ και διακορεύω: Kαταδικάστηκε, γιατί διέφθειρε ανήλικη. 3. καταστρέφω ένα πνευματικό αγαθό (όταν θέλουμε να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση): Διαφθείρεται η γλώσσα μας.

[λόγ. < αρχ. διαφθείρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go