Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφεύγω
1 εγγραφή
διαφεύγω [δiafévγo] Ρ αόρ. διέφυγα, απαρέμφ. διαφύγει : 1α. κατορθώνω να ξεφύγω, να γλιτώσω από κτ. που με απειλεί: Ο δράστης διέφυγε τη σύλληψη / διαφεύγει ακόμη (τη σύλληψη). Ο ασθενής διέφυγε τον κίνδυνο / το θάνατο. β. δραπετεύω ή εγκαταλείπω παράνομα τη χώρα όπου ζω: Οι κρατούμενοι κατάφεραν να διαφύγουν. Mέλη αντιστασιακών οργανώσεων διέφυγαν στο εξωτερικό. 2. για υγρό ή για αέριο που βρίσκει διέξοδο από έναν κλειστό χώρο, εξαιτίας κάποιας τεχνικής βλάβης: Aπό το εργοστάσιο διαφεύγουν δηλητηριώδη αέρια. 3. (μτφ.) α. ξεχνώ κτ., δεν μπορώ να επαναφέρω στη μνήμη μου, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Ξέρω το όνομά του / τη χρονολογία, αλλά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Mου διέφυγε να του πω να μην αργήσει. Σου το υπενθυμίζω, για να μη σου διαφύγει. β. για κτ. που περνά απαρατήρητο, που δε γίνεται αντιληπτό ή γνωστό: Όλα τα παρακολουθεί, τίποτε δεν του διαφεύγει. Πώς μου διέφυγε αυτό το γεγονός; Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι… Διαφεύγει κτ. την προσοχή μου / (σε λόγια σύνταξη) διαφεύγει της προσοχής μου.

[λόγ. < αρχ. διαφεύγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες