Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαφέρω [δiaféro] Ρ πρτ. και αόρ. διέφερα, απαρέμφ. διαφέρει : 1. για κπ. ή για κτ. που τα χαρακτηριστικά του, οι ιδιότητές του τον κάνουν να ξεχωρίζει από κπ. ή από κτ. άλλο, που τον κάνουν να είναι διαφορετικός. ANT μοιάζω: Οι δίδυμοι δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους. Ο χαρακτήρας τους διαφέρει πολύ. Tα δύο κτίρια διαφέρουν ως προς τη χρήση / τη χωρητικότητα. H γνώμη μου δε διαφέρει πολύ από τη δική σου. Στην περίπτωση αυτή (το θέμα) διαφέρει, όταν παρουσιάζεται μια άλλη πλευρά του ζητήματος. ΦΡ κάποιος / κτ. διαφέρει όσο η μέρα με τη νύχτα, πάρα πολύ. || είμαι ανώτερος, η διαφορά μου από κπ. ή από κτ. άλλο συνίσταται στην υπεροχή μου: Aυτός διαφέρει, δεν είναι σαν τους άλλους. || (απρόσ.) (Σε) τι διαφέρει, αν
, ποια είναι η διαφορά, αν
2. για κτ. που ποικίλλει, που παρουσιάζεται με διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές περιπτώσεις: H έννοια της τιμής διαφέρει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο.
[αρχ. διαφέρω]