Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατρηση
1 εγγραφή
διάτρηση η [δiátrisi] Ο33 : α. σχηματισμός ή κατασκευή τρύπας που διαπερνά την πλευρά ενός σώματος, κυρίως σε επιστημονικούς όρους: ~ του στομάχου / του εντέρου, ρήξη του τοιχώματός τους από παθολογικά ή μηχανικά αίτια. ~ του θώρακα του πλοίου από τα εχθρικά πυρά. ~ μετάλλων, η εργασία με την οποία ανοίγονται διαμπερείς ή τυφλές τρύπες. β. κατασκευή μιας σειράς από μικροσκοπικές τρύπες επάνω σε χαρτί ή σε άλλο παρόμοιο υλικό: ~ καρτελών.

[λόγ. < αρχ. διάτρη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες