Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπολιτισμικός -ή -ό [δiapolitizmikós] Ε1 : που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πολιτισμούς: Διαπολιτισμικές σχέσεις / εκδηλώσεις.
[λόγ. δια- + πολιτισμικός μτφρδ. αγγλ. intercultural]