Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπαιδαγωγώ
1 εγγραφή
διαπαιδαγωγώ [δiapeδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : χρησιμοποιώ διάφορα μέσα, μεθόδους κτλ. με στόχο την ηθική και πνευματική ανάπτυξη ενός νέου κυρίως ατόμου: Kαθήκον του δασκάλου είναι να διαπαιδαγωγεί τους νέους.

[λόγ. < αρχ. διαπαιδαγωγῶ `φροντίζω παιδιά΄ κατά τη σημ. της λ. παιδαγωγώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες