Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διαμετακόμιση η [δiametakómisi] Ο33 : (νομ.) μεταφορά αγαθών από μια χώρα σε άλλη μέσο μιας τρίτης.
[λόγ. διαμετακομι- (διαμετακομίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. transit]



