Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμερίζω
1 εγγραφή
διαμερίζω [δiamerízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) χωρίζω κτ. σε μικρότερα μέρη, ιδίως σε μερίδια.

[λόγ. < αρχ. διαμερίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες