Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαμέτρημα το [δiamétrima] Ο49 : 1. το μήκος της διαμέτρου, ιδίως της μεγαλύτερης, κάθε κυλινδρικού σώματος: Tο ~ ενός σωλήνα / εμβόλου. || (στρατ.) η εσωτερική διάμετρος της κάννης πυροβόλου, καθώς και η διάμετρος των βλημάτων του: Πυροβόλο μεγάλου / μεσαίου / μικρού διαμετρήματος. 2. (μτφ.) το ποιοτικό επίπεδο κάποιου συνήθ. σε συσχετισμό με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται ως μέτρο: Επιστήμονας παγκόσμιου / ευρωπαϊκού διαμετρήματος. Kαλλιτέχνης ανώτερου διαμετρήματος.
[λόγ.: 1: αρχ. διαμετρη- (διαμετρῶ) `μετρώ μέχρι τέρμα΄ -μα κατά τη σημ. της λ. διάμετρος· 2: σημδ. γαλλ. calibre]