Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβρωτικός
1 εγγραφή
διαβρωτικός -ή -ό [δiavrotikós] Ε1 : που προκαλεί διάβρωση: Διαβρωτικά οξέα. || (μτφ.): Διαβρωτικές διεργασίες. Διαβρωτική δράση / επίδραση. διαβρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διαβρωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες