Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαβρέχω [δiavréxo] -ομαι Ρ αόρ. διέβρεξα, απαρέμφ. διαβρέξει, παθ. αόρ. διαβράχηκα, απαρέμφ. διαβραχεί : βρέχω, υγραίνω κτ. εξ ολοκλήρου, διαποτίζω, μουσκεύω.
[λόγ. < αρχ. διαβρέχω]