Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβούλευση
1 εγγραφή
διαβούλευση η [δiavúlefsi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : ιδιαίτερες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων, ιδίως σε επίσημο επίπεδο: Ο πρέσβης της Ελλάδας στην Άγκυρα ανακλήθηκε για διαβουλεύσεις. Aπόρρητες / μυστικές διαβουλεύσεις.

[λόγ. διαβουλεύ(ομαι) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες